- θετικιστής
- ο, θηλ. θετικίστριαο οπαδός τού θετικισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positiviste (< positif «θετικός» + κατάλ. -iste). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θετικιστής — ο θηλ. θετικίστρια οπαδός του θετικισμού: Οι θετικιστές φιλόσοφοι απάλλαξαν την επιστήμη από την άγονη θεωρητικολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοντ, Ογκίστ — (August Comte, Μονπελιέ 1798 – Παρίσι 1857). Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στο Μονπελιέ και το 1814 φοίτησε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού. Ωστόσο, μετά τη μάχη στο … Dictionary of Greek
νεοθετικιστής — ο [θετικιστής] οπαδός τού νεοθετικισμού … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
ποζιτιβιστής — ο, Ν οπαδός τού ποζιτιβισμού, θετικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. positiviste < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. iste (βλ. ιστής)] … Dictionary of Greek
Αρντιγκό, Ρομπέρτο — (Roberto Ardigο, Καστελντιντόνε, Κρεμόνα 1828 – Πάντοβα 1920). Ιταλός θετικιστής φιλόσοφος. Αρχικά μοναχός, εγκατέλειψε το μοναχικό σχήμα (1871) και δίδαξε από το 1881 φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Έγραψε διάφορα φιλοσοφικά έργα… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Πίρσον, Καρλ — (Pearson, 1857 – 1936). Άγγλος μαθηματικός, βιολόγος και θετικιστής φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής των εφαρμοσμένων μαθηματικών και της μηχανικής (και από το 1911 της ευγονικής) στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές… … Dictionary of Greek
Σπένσερ, Χέρμπερτ — (Spencer). Άγγλος θετικιστής και εξελικτικός φιλόσοφος (Ντέρμπι 1820 Μπράιτον 1903). Αυτοδίδακτος και διαπαιδαγωγημένος σε αντικονφορμιστικό περιβάλλον, διαμόρφωσε τις απόψεις του με τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Μηχανικός των σιδηροδρόμων,… … Dictionary of Greek
Φερί, Ιούλιος Φραγκίσκος Κάμιλος — (Ferry, 1832 – 1893). Γάλλος δικηγόρος και πολιτικός. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και έγινε γνωστός για τα δημοσιεύματά του, που στρέφονταν εναντίον της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Το 1869 εξελέγη βουλευτής του Παρισιού και ήλθε σε ρήξη με το… … Dictionary of Greek